Τα παραμύθια , όταν γεννιούνται.. είναι κάπως έτσι.. Χρυσίζουν στην τόση ησυχία κι αναπνέουν στην μεγάλη ανοιχτοσιά..

Κι ύστερα πολλαπλασιάζονται και στέκονται στα ράφια, αναπολώντας το ένα με το άλλο, την εποχή της νιότης τους , τότε που έπεφτε χρυσάφι από παντού.

Έτσι είναι , αλήθεια σας λεω.. δείτε..

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Η ΜΠΟΥΤΙΤΣΑ


Η ΜΠΟΥΤΙΤΣΑ
       του Γιώργου Δ. Λεμπέση



-Μια φορά κι έναν καιρό …

-Έ , ε , τι λέθ ? τι μια φορά κι έναν καιρό , που δειθ θτον μεθαίωνα ? εγώ θα θου πω. Θταμάτα κι άκου..

- αμάν πια , κάθε φορά με σταματάς και με  μειώνεις, εγώ πρέπει να σου πω το παραμύθι όχι εσύ. Όλο με διορθώνεις και κάνεις του κεφαλιού σου.

- Δε πειράδει , έτθει θα κοιμηθείς καλύτερα κι εγώ θα θε φυλάω

- Μα εγώ πρέπει να σε φυλάω , αυτή είναι η δουλειά μου , σταμάτα πια να με υποβιβάζεις γιατί  θα πάω να μείνω κοντά στο πλυντήριο στο λεω..

- Μμμ Θκαθίλα μου , να πας..

  
Αυτό γινόταν κάθε βράδυ. Ένας ατελείωτος τσακωμός και μια ασταμάτητη διαμάχη που κράταγε ώρες μέσα στο παιδικό δωμάτιο της Μελίνας.
Εκείνη , μοναχοκόρη , στρουμπουλή και έξυπνη κι εκείνος αρρενωπός γοητευτικός με γλυκιά φωνή, να φωτίζει κάθε μικρή λεπτομέρεια της πεντάχρονης ζωής της.
Θα αναρωτιέστε φυσικά ποιος είναι αυτός ο νεαρός που καληνυχτίζει με παραμύθια την μικρή Μελίνα. Μα για δείτε βαθιά και σταθερά μέσα στο φως κι αμέσως θα θυμηθείτε. Είναι ο ένας και μοναδικός , Φωτάκης. Αυτός που πάντα είναι εκεί , σκοπός και φύλακας την ώρα που κοιμάσαι,  κοντά στην μισόκλειστή πόρτα του κάθε παιδικού δωματίου. Έτοιμος σαν ήρωας να φανερώσει στον τρομαγμένο υπνιστή, πως το δωμάτιο είναι ακόμα στη θέση του και η μαμά επίσης στη δικιά της.

Ο Φωτάκης , ήταν δίπλα στο κρεβάτι της Μελίνας από τότε που εκείνη ήταν μωρό. Κάθε φορά που η μαμά της την σκέπαζε  μ ένα φιλί , εκείνος έμενε πιστός και ξάγρυπνος φρουρός, μέχρι η μικρή να ξυπνήσει και πάλι. Όταν δεν την έπαιρνε ο ύπνος της έλεγε ιστορίες μέχρι να κοιμηθεί, κι όταν καμία φορά πεταγόταν τρομαγμένη, την καθησύχαζε με γνώριμες φιγούρες. Αυτοί οι δύο ήταν αχώριστοι και πάρα πολύ δεμένοι , μέχρι την στιγμή που η Μελίνα άρχισε να μιλάει και να παίρνει πρωτοβουλίες.
Όλο ήθελε να επεμβαίνει στις ιστορίες του Φωτάκι και να τις αλλάζει. Δε σας κρύβω δε , πως μερικές φορές τον έσβηνε , έτσι για καπρίτσιο, και κοιμόταν μαζί με την μαμά της στο υπέρδιπλο κρεβάτι με τα καφετί σεντόνια και τα τέσσερα μαξιλάρια. Ο Φωτάκης είχε αρχίσει να στεναχωριέται με την συμπεριφορά της Μελίνας , μα όσο κι αν την έβλεπε να μεγαλώνει , εκείνος παρέμενε πιστός στον εκ γενετής προορισμό του. Σταθερός , ακίνητος κι ηρωικός, όσο τουλάχιστον άντεχε τις προσβολές και την απόσταση της Μελίνας .

Ένα βράδυ , σφηνωμένο στις αρχές του καλοκαιριού, η Μελίνα διαπίστωσε μια τρομακτική συνομωσία εναντίον της , που έθετε σε κίνδυνο την ίδια της τη ζωή – ή τουλάχιστόν έτσι πίστευε εκείνη.
Η μικρή όπως καταλάβατε , είχε ένα δικό της  τρόπο που επέλεγε να αρθρώνει τις λέξεις, αφαιρώντας από μέσα τους το «σ». Αυτό όμως την έκανε ακόμα πιο γλυκιά και ποθητή που από ένα σημείο και μετά άρχισε να χάνει τον έλεγχο αυτής της ιδιαιτερότητας. Λέγοντας τις λέξεις με «θ» όλο και περισσότεροι φίλοι της μαμάς της εξέφραζαν της τρομακτική επιθυμία να την φάνε. Σε κάθε της πρόταση συνοδευόταν ο αντίλογος σε μορφή «ώχου μωρέ την μπουτίτσα μου που θα την κάνω μια χαψιά» ή ακόμα «τι λες μωρέ στρουμπούλο που θα σε φαω στο λεπτό» με αποκορύφωμα το «θα το φαω εγώ το μωρό μου θα το φαω»
Όλες αυτές οι απειλές είχαν αρχίσει να ενοχλούν και να τρομάζουν την μπουτίτσα (έτσι την έλεγαν από μικρή) και κάτι έπρεπε να κάνει για να γλιτώσει. Η συνομωσία όλο και μεγάλωνε μιας και όσοι έμπαιναν στο σπίτι τους, ήθελαν να την φάνε και το δήλωναν έτσι απλά, απροκάλυπτα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Η Μελίνα σκέφτηκε πως ο μόνος πραγματικός σύμμαχός της θα ήταν ο Φωτάκης, που είχε αγνοήσει τον τελευταίο καιρό κι έτσι τον πλησίασε με βλέμμα μετανιωμένου πιγκουίνου.

- Φωτάκι γεια θου, εγώ είμαι , η μπουτίτθα. Με ξέχαθεθ? Ε Φωτάκι ξθύπνα , κινδυνεύω θου λεω.

Τίποτα όμως , ο Φωτάκις εκείνο το βράδυ δεν έλεγε να ανάψει. Σαν να της κράταγε μούτρα για όλες τις προσβολές και την απαξίωση που είχε δεχτεί, κράταγε το φως του ερμητικά κλειστό.
Ήταν η ώρα για ύπνο και η μαμά της δεν ξέχναγε να της το θυμίζει κάθε δώδεκα δευτερόλεπτα.
Η Μελίνα προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο λέγοντας πως δεν νυστάζει , φοβούμενη μια ξαφνική επίθεση με σκοπό το φάγωμα της. Είχε μόλις διαπιστώσει την ελεεινή συνομωσία και δεν εμπιστευόταν κανέναν. Ούτε στο κρεβάτι της μητέρας της δεν μπορούσε να απευθυνθεί γιατί η περισσότερες απειλές φαγώματος, προέρχονταν από εκείνη. Τι τους είχε πιάσει όλους εκείνο το βράδυ, αφού είχαν μόλις φαει δυο πίτσες με πεπερόνι και ατζούγιες. Πόσο αχόρταγοι πια?

Η μπουτίτσα , σκέφτηκε μέσα στην απελπισία της να κερδίσει κι άλλο χρόνο και έτσι ζήτησε απ την παρέα των Μελινοφάγων να της φέρουν τις αγαπημένες της καραμέλες τουρσί. Τι ήθελε να το πει αυτό , αμέσως οι απειλές έγιναν ακόμα πιο έντονες κι όλο τα χέρια τους απλώνονταν απειλητικά στο στρουμπουλό της κορμάκι.



Αμέσως έτρεξε ξανά στον Φωτάκη προσπαθώντας να τον ξυπνήσει. Ήταν ο ήρωάς της , αυτός που τόσο χρόνια την προστάτευε από όποια υπαρκτή ή φανταστική απειλή. Αυτός που μες στις νύχτες έστεκε με μια απαλή ανάσα κοντά της κι έκανε τα όνειρα της ασφαλή και μυρωδάτα. Που ήταν τώρα ο μοναδικός της φίλος , τώρα που τον χρειαζόταν πιο πολύ από ποτέ.

Τα μάτια της άρχισαν να την προδίδουν κι ο ύπνος την πλησίαζε σιγά, σιγά σαν μοναχικό γεράκι που βολτάρει με τα φτερά του ορθάνοιχτα πάνω απ τις φωλιές. Δε θα άντεχε πολύ ακόμα ξύπνια μα δεν γινόταν να κοιμηθεί χωρίς προστασία. Δεν ήθελε να φαγωθεί ούτε να πέσει θύμα της απέραντης νοστιμιάς της. Δεν προλάβαινε να διορθώσει το «σ» της ούτε να δυναμώσει τόσο ώστε να κατατροπώσει τους Μελινοφάγους. Η μόνη της σωτηρία ήταν ο Φωτάκης μα τον είχε απαρνηθεί τόσες φορές που είχε αρχίσει να αμφιβάλει αν θα της ξαναμίλαγε ποτέ.
Σκεφτόταν όλα αυτά τα βράδια που εκείνος προσπαθούσε να της πει ένα παραμύθι με τον δικό του ξεπερασμένο τρόπο , ή όλες εκείνες τις φορές που τον ξέχασε σβηστό και μόνο , διαλέγοντας κάποιο άλλο κρεβάτι. Όσο μεγάλωνε τόσο τον ξέχναγε κι αυτό όπως φαίνετε τον είχε πειράξει πολύ. Ή μήπως τον είχε κάνει να γεράσει πριν την ώρα του και να εγκαταλείψει, με την άδεια της μπουτίτσας, την αποστολή του.
Αυτά σκεφτόταν η Μελίνα , κοιτάζοντας τον σε πλάγια θέση ξαπλωμένη στο παιδικό της κρεβάτι. Είχε ακουμπήσει το μικρό της χεράκι στο διακόπτη του και του ψιθύριζε με όση δύναμη της είχε απομείνει , συγγνώμη. Του λέγε λίγο πριν αφεθεί στους φόβους εκείνης την νύχτας, πως δε θα ξεχάσει ποτέ πόσο πολύ την βοήθησε να μεγαλώσει, πως θα θυμάται σε κάθε δαγκωματιά πως εκείνος της έδειχνε κάθε βράδυ το δρόμο και πως αν γλίτωνε τελικά απ το αποψινό φάγωμα, θα τον κράταγε για πάντα μαζί της.
Αυτά κι άλλα τόσα με άπειρα «θ» στη θέση του «σ» έκαναν την Μελίνα να κοιμηθεί έχοντας αγκαλιά τον συγκινημένο Φωτάκη. Οι φωνές της παρέας όλο και έσβηνάν και το φιλί της μητέρας, έκλεισε την αυλαία.
«Καληνύχτα μπουτίτσα μου» ήταν η τελευταία φράση που πέρασε απ τα μικροσκοπικά της αυτιά, μη ξέροντας πως θα την βρει η καινούργια μέρα.
Μια μέρα που δε θα της αποκάλυπτε ποτέ , πως ο μικρός Φωτάκης , σαν γνήσιος ήρωας τρεμόπαιξε στην αγκαλιά της λέγοντας : «όσο μεγαλώνεις , θα μαι κοντά σου σαν φως για να θυμάσαι , πως κανείς δε σε φαει. Συνέχυσε να μιλάς με το δικό σου τρόποι κι όλοι αυτοί θα ναι για πάντα άγγελοι στους δρόμους και στους γυρισμούς σου. Καληνύχτα Μελίνα , δε με χρειάζεσαι πια. Καληνύχτα.»