Τα παραμύθια , όταν γεννιούνται.. είναι κάπως έτσι.. Χρυσίζουν στην τόση ησυχία κι αναπνέουν στην μεγάλη ανοιχτοσιά..

Κι ύστερα πολλαπλασιάζονται και στέκονται στα ράφια, αναπολώντας το ένα με το άλλο, την εποχή της νιότης τους , τότε που έπεφτε χρυσάφι από παντού.

Έτσι είναι , αλήθεια σας λεω.. δείτε..

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

ΠΕΤΑ ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΛΕΜΠΕΣΗΣ

ΠΕΤΑ ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ


 Σ ένα ολοστρόγγυλο διώροφο σπίτι ,φτιαγμένο όλο από σκληρό χαρτί και στολισμένο με δαντέλες και αφράτους φιόγκους , ζούσε η Σοφία που ήταν κόρη ενός μπαμπά και μιας σγουρομάλλας όμορφης μαμάς.  Η μικρή Σοφία πέρναγε τις πιο πολλές ώρες  μέσα στο χάρτινο βασίλειο της, που εκτεινόταν απ’ άκρη σ’ άκρη της σοφίτας του σπιτιού. Εκεί μεγάλωνε πόντο με τον πόντο, βλέποντας τα φανταστικά της μωρουδιακά παιχνίδια να μεταμορφώνονται σε όνειρα κι επιθυμίες.
Ήταν δεν ήταν πέντε χρονών η μικρή νεράιδα , όταν ακριβώς απέναντι απ’ το χάρτινο παράθυρό της, είδε για πρώτη φορά να ανοίγει η πολύχρωμη Σχολή Χορού «Ρήνα Μπαλαρίνα» που περίμενε όλους όσους ήθελαν να μάθουν τα μυστικά αυτών των επίγειων πτήσεων.
«Ε λοιπόν , θα μάθω να χορεύω!» είπε με ενθουσιασμό η μικρή Σοφία τινάζοντας τα τρικυμιώδη σγουρά μαλλιά της. Η αποφασιστικότητα της ξεπέρναγε κατά πολύ την ηλικία της , όμως ποιός διαφωνούσε πως επρόκειτο για ένα πεισματάρικο κορίτσι που είχε αρχίσει από πολύ νωρίς να κάνει όνειρα. Η επόμενη κίνηση της, ήταν να κατρακυλήσει τις χάρτινες σκάλες και να ανακοινώσει την απόφαση της στον μπαμπά και στη μαμά.  Οι δυο τους, την άκουσαν με καμάρι.
«Μαμά και μπαμπά , έχω ένα όνειρο» τους ανακοίνωσε με μάτια πιο λαμπερά κι από διαμάντι. «Θα γίνω χορεύτρια» ολοκλήρωσε και στάθηκε σαν μπαλαρίνα μπροστά τους. Το χαμόγελο των γονιών της πάγωσε, μη ξέροντας αν έπρεπε να χαρούν ή αν έπρεπε να συμβουλέψουν τη μικρή Σοφία για τα αρνητικά, κυρίως του να είσαι καλλιτέχνης. Καθώς το χαμόγελό τους περίμενε μια εντολή να μεγαλώσει ή να εξαφανιστεί, δεκάδες σκέψεις πέρασαν απ το κεφάλι τους. «Οι καιροί είναι δύσκολοι» ήταν η πρώτη σκέψη που ποτέ δεν βρήκε τον δρόμο να γίνει πρόταση και να ακουστεί. «Αυτό δεν είναι επάγγελμα», «το παιδί μας θα μπλέξει», «ίσως θα πρέπει να μετακομίσουμε απέναντι από ένα ιατρείο» ήταν λίγες απ’ τις σκέψεις τους, που απλά στριφογύριζαν στα κεφάλια τους σαν το συμβούλιο των ζώων.  Ωστόσο, πριν καν προλάβουν να αντιδράσουν στο άκουσμα του πρώτου ονείρου της κόρης τους, η μικρή Σοφία  άρχισε να ανυψώνεται αφήνοντας αργά τα πόδια της απ’ το πάτωμα, λες και η βαρύτητα την είχε εγκαταλείψει εντελώς. Είχε φτάσει σχεδόν στο ταβάνι και σαν μπαλόνι συνέχιζε την ανοδική της πορεία.
«Θεέ και Παναγία μου, το παιδί μας πετάει!» αναφώνησε έντρομη η μητέρα της. «Μα πώς είναι δυνατόν, τι της δίνεις και τρώει!» αντέδρασε ψάχνοντας τις ευθύνες ο μπαμπάς! Η Σοφία είχε ακουμπήσει πια το χάρτινο ταβάνι, που φυσικά έπαιρνε το σχήμα του φουντωτού μαλλιού της. «Καλέ, πρέπει να την κατεβάσουμε από εκεί! Θα φύγει απ’ το σπίτι και ποιός την πιάνει μετά» φώναζε η μαμά. Ο μπαμπάς της έτρεξε να φέρει ένα χαρτοσκαλί, μη μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του. «Την έπιασα» φώναξε με χαρά και την κατέβασε πάλι στη γη. Οι δυό τους κοψοχολιασμένοι , την αγκάλιασαν και της ζήτησαν να μην το ξανακάνει. «Γλυκό μου Σοφάκι, σε παρακαλώ, μην ξαναπετάξεις..μας τρόμαξες» της έλεγε η μαμά. Η Σοφία όμως είχε γίνει πιο ελαφριά κι απ’ το χάρτινο σπίτι και το μόνο που τους έλεγε ήταν πως θέλει να γίνει χορεύτρια. Κάθε φορά που το έλεγε , το μικρό της σώμα αφηνόταν στον αέρα του σπιτιού σαν αερόστατο που θέλει να το σκάσει απ’ το παράθυρο.
Οι μέρες περνούσαν και η γλυκιά Σοφία συνήθιζε και μάθαινε το σώμα της , που όλο και αλάφραινε κάθε φορά που ονειρευόταν, που όλο και αφηνόταν στον αέρα. Είχε μάθει να ελέγχει απόλυτα τις πτήσεις της μέσα στο σπίτι και οι στροβιλισμοί που έκανε σαν έφτανε στο ταβάνι , θύμιζαν πιρουέτες μπαλαρίνας. Αυτή η ελαφρότητα ωστόσο είχε προβληματίσει πολύ τους γονείς της που καθόλου δε συμφωνούσαν με την ιπτάμενη πορεία της. Κι αν φύγει απ το παράθυρο καμία μέρα.. Κι αν την πάρει ο αέρας? Τι θα γίνει μετά το κοριτσάκι μας? Ρώταγαν ο ένας τον άλλον. Η ανησυχία τους ξεπερνούσε κατά πολύ το μοναδικό ταλέντο της Σοφίας, που δυνάμωνε όσο φανταζόταν τον εαυτό της ως σπουδαία μπαλαρίνα. Ο φόβος τους για το αβέβαιο μέλλον της στους αιθέρες, κάλυπτε κάθε προοπτική για την μικρή μας νεράιδα.
Έτσι, ένα πρωί, και καθώς η Σοφία δοκίμαζε μια διαγώνια τούμπα πάνω απ’ το χάρτινο τραπεζάκι του σαλονιού, εμφανίστηκαν οι γονείς της όλο νάζι και χαρά. «Τι του φέραμε εμείς του κοριτσιού μας?» ρώταγαν την Σοφία τραβώντας της το πόδι «Τι? Τι? Μήπως μια ροζ στολή μπαλέτου?» απορούσε η μικρή. Οι γονείς της την είχαν ήδη κατεβάσει στο πάτωμα και την κράταγαν σταθερά στη γη. Ο μπαμπά της, γεμάτος ενθουσιασμό, ξετύλιξε το μυστηριώδες πακέτο προσφέροντας της με καμάρι. «Είναι ένα βαρίδι!» φώναξε μαζί με την μαμά της. «Πέντε κιλά άμμο σ΄ ένα υπέροχο χάρτινο σακί που δένει πολύ γερά στο ποδαράκι σου!» συνέχιζε την παρουσίαση του δώρου ο μπαμπάς! «Έτσι, δε θα πετάς και θα παραμένεις στη γη, όπως όλα τα παιδάκια!» συμπλήρωσε η μαμά!  Η Σοφία απορούσε με το δώρο και προσπαθούσε να καταλάβει τι το κακό έχει να πετάει μέσα στο σπίτι, τη στιγμή που οι γονείς της έδεναν στο πόδι της αυτό το βαρίδι που της είχαν πάρει για δώρο.                      
Αν και τα πέντε κιλά στο πόδι της μικρής ήταν ένα έξτρα βάρος στο σώμα της , δεν ήταν ικανά να την κρατήσουν σταθερή στη γη. Το όνειρο της ήταν αλώβητο, εκεί, νικώντας καθημερινά τη βαρύτητα , κάνοντας την να πετάει ξανά μέσα στο σπίτι. Οι γονείς της επέμεναν κι όσο η μικρή ανέβαινε ψηλά, τόσο εκείνοι πρόσθεταν βαρίδια στα πόδια της. Πρόσθεταν βαρίδια οι γονείς, αφαιρούσε όνειρα η Σοφία κι όταν το βάρος έγινε ικανό για να κρατάει τη μικρή στη γη, εκείνη είχε συμφιλιωθεί πλήρως με την ιδέα πως οι πτήσεις δεν της ταιριάζουν και πως τα όνειρα πρέπει να γίνονται κάτω από όρους και, φυσικά, με τα πόδια καλά καρφωμένα στη γη.
Τότε ήταν που, οι γονείς της αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να την πάνε στη σχολή χορού . Σίγουροι πια πως δεν πρόκειται να πετάξει και να φύγει μακριά απ’ το σπίτι, άφησαν την δεκάχρονη πια Σοφία έξω απ’ την πολύχρωμη σχολή.
Όταν μπήκε στη σχολή, χωρίς τους γονείς της, την υποδέχτηκε  η ίδια η κυρία Ρήνα Μπαλαρίνα κι άρχισε να την εξετάζει σπιθαμή προς σπιθαμή. «Απίστευτα μαλλιά , γεμάτα μυστήριο και σασπένς» παρατήρησε η κυρία Ρήνα. «Κι αυτά τα μάτια.. αδύνατο να τους ξεφύγει κανείς! Λες και με τη ματιά σου, ορίζεις τον κόσμο μικρή μου!» συνέχιζε τα κολακευτικά σχόλια η δασκάλα. «Νομίζω πως ο Θεός σου είπε όλα τα μυστικά του. Είσαι πλασμένη για να μαγεύεις! Πολύ χρήσιμο για τη σκηνή αυτό» ολοκλήρωσε δείχνοντάς της πως ο χορός την περιμένει, ώσπου το βλέμμα της , σταμάτησε στα καλλίγραμμα πόδια της. «Τι είναι αυτά που σε κρατάνε στη γη?» ρώτησε, μη πιστεύοντας στα μάτια της. «Είναι βαρίδια για να μην πετάω, κυρία» της απάντησε εκείνη «Μα πώς είναι δυνατόν να έρχεσαι εδώ, έχοντας στο πόδια σου βαρίδια?» ρώτησε κάπως θυμωμένη η δασκάλα «Μου τα έβαλαν οι γονείς μου. Μόνο έτσι μου είπαν πως θα με άφηναν να έρθω εδώ» ομολόγησε η μικρή. Η κυρία Ρήνα θύμωσε τόσο πολύ, που σχεδόν κοκκίνισαν τα’ αυτιά της. «Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ. Εδώ οι χορεύτριες πρέπει να πετάνε. Όχι να στέκουν σαν κούτσουρα στη γη. Δεν είναι για σένα εδώ.» την αποπήρε, δείχνοντας της την πόρτα. Η Σοφία έσυρε αργά τα πόδια της στην έξοδο και κοίταξε για τελευταία φορά την αγαπημένη της σχολή.
«Μα εγώ μπορούσα να πετάξω.. Αλήθεια σας λέω..» ψιθύρισε, κοιτώντας το πάτωμα μιας και η δασκάλα δεν είχε καμία όρεξη να ασχοληθεί μαζί της.
Όταν έφτασε στο σπίτι , οι γονείς της τη ρώτησαν πώς ήταν η πρώτη μέρα στη σχολή . Εκείνη τους είπε πως την έδιωξαν , γιατί είχε βαρίδια στα πόδια και πως οι χορεύτριες έπρεπε να πετάνε. Οι γονείς της την κοίταξαν και την αγκάλιασαν τρυφερά. «Δεν πειράζει ,Σοφία μου. Ο χορός δεν ήταν για σένα. Εδώ είσαι καλύτερα, ασφαλής και προστατευμένη!» της είπαν, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της . Η Σοφία ήταν μπερδεμένη, μα είχε τόση θλίψη που δεν μπορούσε καν να σκεφτεί. Το μόνο που της ήρθε να πει μέσα στη γλυκιά σιωπή, ήταν μία κοφτή και κάπως βραχνή πρόταση. «Το είχα όνειρο να γίνω χορεύτρια.» Τότε, ο μπαμπάς της έσκυψε αργά στα πόδια της μικρής παίρνοντας μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει. «Τα όνειρα είναι επικίνδυνα, Σοφία, και τα φοβάμαι σαν το διάολο» είπε κι έδεσε ακόμα ένα βαρίδι στα πόδια της.

Η Σοφία δεν έγινε ποτέ χορεύτρια. Σταμάτησε να ονειρεύεται κι έμεινε για πάντα καρφωμένη στη γη, δίπλα στους γονείς και στην ασφάλεια του -κατά τ’ άλλα -σπουδαίου , χάρτινου κόσμου της.